- φιλοδόξων
- φιλόδοξοςloving famemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοδοξῶν — φιλοδοξέω love fame pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστόβουλος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κασσανδρεύς (4ος 3ος αι. π.Χ.). Ιστορικός, αρχιτέκτονας και γεωγράφος. Καταγόταν από τη Χαλκιδική. Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σε πολύ μεγάλη ηλικία έγραψε ιστορία της εκστρατείας,… … Dictionary of Greek
γενεαλογία — Με τον όρο αυτό περιγράφονται διάφορες έννοιες συγγενικών σημασιών: (α) η σειρά των γενεών προγόνων και επιγόνων μιας οικογένειας, όπως αυτές εμφανίζονται χρονικά, (β) ο κατάλογος ή ο πίνακας στον οποίο καταγράφεται η σειρά των γενεών μιας… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Κιργισία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936 90) Έκταση: 198.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.822.166 (2001) Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος ο Μέγας — (Flavius Valerius Constantinus, Ναϊσσός Μοισίας [σημερινή Νις Σερβίας] 280; – Νικομήδεια Βιθυνίας 337 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (306 337), ιδρυτής του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (Βυζαντινής αυτοκρατορίας). Ήταν γιος του Κωνσταντίου του Χλωρού … Dictionary of Greek
Ρουφίνος — I (395 408). Σύμβουλος του ανήλικου αυτοκράτορα του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας Αρκάδιου, από την Ακουιτανία της νότιας Γαλλίας. Έξυπνος και δραστήριος, αλλά χωρίς ηθικούς φραγμούς και πολύ φιλόδοξος, έγινε ύπαρχος της Ανατολής και… … Dictionary of Greek